- μπουσουλώ
- μπουσουλώ και μπουσουλίζω (για μωρά), περπατώ στα τέσσερα: Το μωρό μας μπουσουλάει από οχτώ μηνών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουσουλώ — άω (κυρίως για τα βρέφη) μετακινούμαι χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, πάω με τα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μπούσουλας. Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τη ρουμ. επιρρμ. φράση de a buşilea «με τα τέσσερα»] … Dictionary of Greek
μπουσουλίζω — μπουσουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. μπουσούλησα τού μπουσουλώ, κατά το σχήμα κλόνισα: κλονίζω έσχισα: σχίζω] … Dictionary of Greek
μπουσουλητά — [μπουσουλώ] επίρρ. (για τα βρέφη) με τα χέρια και με τα πόδια, μπουσουλώντας … Dictionary of Greek
αρκουδίζω — και αρκουδάω βαδίζω με τα τέσσερα, μπουσουλώ … Dictionary of Greek
μπουσούλημα — το [μπουσουλώ] το να μετακινείται κάποιος χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, όπως τα βρέφη … Dictionary of Greek
τετραποδίζω — ΝΑ [τετράπους, οδος] βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.) νεοελλ. (για ιπποειδή) προχωρώ βάδην … Dictionary of Greek
αρκουδίζω — ισα, βαδίζω με τα τέσσερα σαν τις αρκούδες, μπουσουλώ: Το μωρό μας άρχισε να αρκουδίζει. Ουσ. αρκούδισμα, το το μπουσούλημα των νηπίων· επίρρ. τροπ., αρκουδιστά μπουσουλώντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)